ΕΙΔΗ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ

- Moρφίνη
Η χημική δομή της μορφίνης ανακαλύφθηκε από τους Gulland και Robinson το 1925. Η συχνή χρήση της μορφίνης έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση αντοχής και την εγκατάσταση σωματικής εξάρτησης. Η διακοπή της λήψης μορφίνης έχει ως αποτέλεσμα εμφάνιση στερητικού συνδρόμου. Η μορφίνη μεταβολίζεται στο ήπαρ και ανιχνεύεται στα ούρα έως και 48 μετά την εισαγωγή της στον οργανισμό.

 
-Ηρωίνη
Η ηρωίνη είναι συνθετικό παράγωγο της μορφίνης και είναι ισχυρότερο αναλγητικό από αυτήν. Ο αιματοεγκεφαλικός φραγμός εμποδίζει τη διέλευση της μορφίνης στον εγκέφαλο όμως η ηρωίνη ως περισσότερο λιποδιαλυτή συναντά μικρότερη αντίσταση.

 
 
 
 
-Κοκαΐνη
Η κοκαΐνη είναι το κύριο αλκαλοειδές του φυτού Erythroxylon coca το οποίο ευδοκιμεί κυρίως στην Νότια Αμερική. Το 1859 ο Nieman απομόνωσε ένα αλκαλοειδές από φύλλα κόκας που ονόμασε κοκαΐνη. Η κοκαΐνη χρησιμποιήθηκε ως διεγερτικό σε πολλά προϊόντα καθημερινής χρήσης όπως κρασιά (Mariani κ.α.) και άλλα ποτά τύπου Cola. Οι ιατρικές παρατηρήσεις για την εξαρτησιογόνο δράση της κοκαΐνης οδήγησαν στην απαγόρευσή της το 1914. Τα φύλλα της κοκας πωλούνται νόμιμα στην Βολιβία και το Περού. Οι ινδιάνοι και οι εργάτες των ορυχείων που ζουν στα βουνά και εργάζονται σε απάνθρωπες συνθήκες, μασούν φύλλα κόκας για να συνέλθουν από την ατονία που φέρνει το υψόμετρο και οι συνθήκες εργασίας.
Η κοκαΐνη είναι υδατοδιαλυτή και λιποδιαλυτή και έτσι διαπερνά όλες τις μεμβράνες και μεταβολίζεται ταχύτητα. Παρά τον ταχύ μεταβολισμό της στο ήπαρ, η κοκαΐνη αποβάλλεται με αργούς ρυθμούς και σε ποσοστό 1-9% ανλλοίωτη, ενώ η συγκέντρωση της στα ούρα μεταβάλλεται ανάλογα με το pH τους και την ώρα της ημέρας.

 
 
Αλκαλοειδή της Κάνναβης
 
Η κάναβη είναι γνωστή από το 8.500 π.Χ και καλλιερείτο για την κατασκευή υφασμάτων και σχοινιών από τις ίνες της. Η πρώτη περιγραφή των τοξικολογικών ιδιοτήτων της βρίσκεται σε κείμενα του 600π.Χ. ενώ και ο Ηρόδοτος αναφέρει τις συνήθειες των Σκυθών που εισέπνεαν τις αναθυμιάσεις σπερμάτων κάνναβης. η απαγόρευση του κορανίου στη χρήση αλκοόλ, οδήγησε τους Μουσουλμάνους στην υποκατάστασή του από όπιο και κάνναβη.
Τα φυτά της κάνναβης είναι τρία είδη Cannabis Sativa, C. Indica και C. Ruderalis. Τα δραστικά συστατικά απαντώνται κυρίως στα φύλλα που περιβάλλουν τα άνθη του θυλικού φυτού, τα οποία μετά από συμπίεση και θέρμανση σχηματίζουν σκούρες πλάκες, το γνωστό χασίς. η μαριχουάνα (μορφή με τεράστια διάδοση στις ΗΠΑ) αποτελείται από όλα τα μέρη του φυτού που μετά από ξήρανση κόβονται όπως ο κοινώς καπνός.
Η χρόνια χορήγηση κάνναβης σε πειραματόζωα εγκατέστησε αντοχή στην τοξική, υποθερμική και ψυχοτρόπο δράση της. Οι δόσεις που λαμβάνει ο άνθρωπος δεν είναι ικανές να εγκαταστήσουν αντοχή.

 
 
 
 
 
 
 
 
 
LSD

Το διαιθυλαμίδιο του λυσεργικού οξέος (Lysergic acid diethylamide), γνωστό περισσότερο με το ακρωνύμιο LSD ή LSD-25, είναι συνθετική, δραστική, παραισθησιογόνος ουσία που παράγεται από το λυσεργικό οξύ, το οποίο με τη σειρά του εξάγεται από το μύκητα ερυσίβη (Claviceps purpurea) που αναπτύσσεται συνήθως στη σίκαλη. Παρασκευάζεται χημικά και η βασική χημική δομή του είναι παρόμοια με αυτή των αλκαλοειδών της ερυσίβης, ενώ εμφανίζει επίσης ομοιότητες με άλλες ουσίες, όπως η ψιλοκυβίνη, με δυνατότητα δέσμευσης της δράσης της σεροτονίνης.Παρασκευάστηκε για πρώτη φορά στις 16 Νοεμβρίου 1938 από τον Ελβετό χημικό Άλμπερτ Χόφμαν, στα εργαστήρια της φαρμακευτικής εταιρείας Sandoz , στη Βασιλεία, στα πλαίσια ενός γενικού ερευνητικού προγράμματος για τη μελέτη της ιατρικής χρήσης θεραπευτικών βοτάνων. Η παραισθησιογόνος δράση του διαπιστώθηκε πέντε χρόνια αργότερα, στις 16 Απριλίου 1943. Χρησιμοποιήθηκε πειραματικά στην ιατρική ως ένας ψυχωσιομιμητικός παράγοντας, προκειμένου να επιφέρει ψυχικές καταστάσεις παρόμοιες με αυτές που συνοδεύουν ψυχικές ασθένειες, όπως η σχιζοφρένεια, με σκοπό τη μελέτη τους. Στη δεκαετία του 1960, η χρήση του προτάθηκε για τη θεραπεία νευρώσεων, ειδικά σε ασθενείς που αρνούνταν να ακολουθήσουν άλλες θεραπευτικές μεθόδους, καθώς και για την αντιμετώπιση του αλκοολισμού. Μελετήθηκε ακόμα η αποτελεσματικότητά της στην αντιμετώπιση του αυτισμού ή της εξάρτησης από άλλες ψυχοτρόπες ουσίες, ωστόσο μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990 δεν αποδείχθηκε πως διέθετε κλινική αξία. Στις αρχές του 21ου αιώνα, αναβίωσε η έρευνα της χρήσης του για τη θεραπεία του αλκοολισμού και ορισμένοι ερευνητές έχουν υποστηρίξει πως ενδέχεται να έχει θετικά οφέλη. Ορισμένοι οργανισμοί συνεχίζουν να υποστηρίζουν και να χρηματοδοτούν την έρευνα για τις πιθανές ιατρικές χρήσεις του LSD, ωστόσο η θεραπευτική χρήση του παραμένει σε πειραματικό επίπεδο, με δεδομένο πως αποτελεί απαγορευμένη ουσία.
Όπως όλες οι παραισθησιογόνες ουσίες, το LSD προκαλεί αποκλίσεις από τη συνήθη συμπεριφορά του χρήστη, αλλοιώνοντας την αντίληψη της πραγματικότητας, προκαλώντας οπτικές και ακουστικές αντιληπτικές διαταραχές. Εμφανίζει διαφορές σε σχέση με άλλες ψυχοτρόπες ουσίες, μεταξύ αυτών το γεγονός πως δεν προκαλεί εθισμό και το ενδεχόμενο αναβίωσης της εμπειρίας της χρήσης μετά τη διακοπή της. Αξιοσημείωτη είναι η υψηλή δραστικότητα της ουσίας, καθώς δόσεις της τάξης των 25 μικρογραμμαρίων είναι σε θέση να επενεργήσουν. Το LSD απορροφάται από το ανθρώπινο σώμα σε διάστημα περίπου μίας ώρας και η επίδρασή του διαρκεί περίπου οκτώ έως δώδεκα ώρες. Λαμβάνεται συνήθως από το στόμα, τυπικά σε χάπια, κάψουλες, κύβους ζάχαρης, στυπόχαρτο ή ειδικά αυτοκόλλητα. Σε υγρή μορφή χορηγείται με ενδομυϊκή ή ενδοφλέβια ένεση.

ΑΡΧΙΚΗ: